- δασκαλική
- ηβλ. δασκαλικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δασκαλική — η το επάγγελμα του δασκάλου: Μια ζωή άσκησε τη δασκαλική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασκαλικός — και δασκαλικός, η, ο (AM διδασκαλικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που ταιριάζει, ανήκει ή αναφέρεται σε δάσκαλο 2. φρ. «διδασκαλικό χωρίο» ή «τόπος διδασκαλικός» χωρίο από το οποίο εξάγεται φανερά η ερμηνεία λέξης ή η εφαρμογή γραμματικού ή συντακτικού… … Dictionary of Greek
δασκαλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δάσκαλο: Κάθισε στη δασκαλική έδρα για τριάντα ολόκληρα χρόνια. 2. ο σχολαστικός, αυτός που παριστάνει την αυθεντία στα πράγματα: Είναι άνθρωπος με δασκαλική νοοτροπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδασκαλικός — ή, ό (Α διδασκαλικός, ή, όν) και δασκαλικός, ή, ό και δασκάλικος, η, ο [διδάσκαλος] αυτός που αναφέρεται σε διδάσκαλο αρχ. νεοελλ. φρ. «διδασκαλικός τόπος, διδασκαλικό(ν) χωρίο(ν)» χωρίο με το οποίο ερμηνεύεται φανερά η σημασία λέξεως ή πράγματος … Dictionary of Greek
δασκαλίκι — το η δασκαλική: Το δασκαλίκι είναι ψυχοφθόρο επάγγελμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)